Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Ορθόδοξη Θεολογία στη Γερμανία

Το νέο βιβλίο του καθηγητή του Τμήματος Ορθοδόξου Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Μονάχου Κ. Νικολακόπουλου



Προσφάτως εκδόθηκε στην Γερμανία ένα ιδιαίτερο βιβλίο με τον τίτλο Gesammelte orthodoxe theologische Studien (Συλλογή μελετημάτων ορθοδόξου Θεολογίας), Cuvillier Verlag Göttingen 2015 του Κωνσταντίνου Νικολακόπουλου, καθηγητή της Βιβλικής Ερμηνευτικής στο Τμήμα Ορθοδόξου Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Μονάχου.

Ο Κ. Νικολακόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα το 1961. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου και ανακηρύχθηκε διδάκτωρ Θεολογίας με διατριβή αφιερωμένη στα ρητορικά σχήματα διανοίας στην Καινή Διαθήκη. Μετεκπαιδεύθηκε στη Γερμανία (Ρέγκενσμπουρκ και Μόναχο), όπου και ανακηρύχθηκε υφηγητής μετά από διατριβή που εκπόνησε δίπλα στον, προσφάτως αποβιώσαντα, μεγάλο βιβλικό θεολόγο Φέρντιναντ Χαν. 


Ο Κ. Νικολακόπουλος διδάσκει σήμερα ως τακτικός καθηγητής Ορθόδοξης Βιβλικής Ερμηνευτικής στο μοναδικό Τμήμα Ορθόδοξης Θεολογίας που λειτουργεί στην Ευρώπη εντός πλαισίου κρατικού Πανεπιστημίου μη ορθόδοξης χώρας. Μαζί με δύο άλλους μόνιμους καθηγητές (Αθανάσιος Βλέτσης και Άντριαν Μαρινέσκου), επιστημονικούς συνεργάτες, αλλά και επισκέπτες καθηγητές από ορθόδοξες χώρες, ηγείται της προσπάθειας διάδοσης της Ορθόδοξης ακαδημαϊκής θεολογίας στον γερμανόφωνο χώρο, όπου ως γνωστόν ο θεολογικός «ανταγωνισμός» είναι ιδιαίτερα οξύς, δεδομένης της μακράς και πλούσιας επιστημονικής παράδοσης μιας χώρας η οποία, όπως η Γερμανία, διαθέτει μερικές από τις σημαντικότερες παγκοσμίως θεολογικές Σχολές (Προτεσταντικές και Ρωμαιοκαθολικές).

Το νέο βιβλίο του Κ. Νικολακόπουλου περιέχει 19 θεολογικά μελετήματα στη Γερμανική (με εξαίρεση ένα που έχει συνταχθεί στην Αγγλική). Εξ αυτών τα πλείστα αφορούν θέματα βιβλικής ερμηνευτικής, ενώ δεν λείπουν και εκείνα που αφορούν την ορθόδοξη λειτουργική παράδοση, τη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική και τον ρόλο της στην ορθόδοξη λατρεία (ο συγγραφέας, εξάλλου, είναι φέριστος γνώστης της βυζαντινής μουσικής και ιεροψάλτης του Ι. Ναού του Σωτήρος Μονάχου), καθώς και την προοπτική της ορθόδοξης εκκλησιαστικής μαρτυρίας στην Ευρώπη.

Ξεχωρίζω μερικούς από τους τίτλους: «Η ορθόδοξη ερμηνευτική και η αυτοκατανόησή της έναντι της ιστορικοκριτικής έρευνας», «Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ως ερμηνευτής των Γραφών με ποιμαντική μέριμνα», «Ορθόδοξες ερμηνευτικές αρχές με βάση το παράδειγμα της ωδής της Θεοτόκου (Λκ 1, 46-55)», «Η εν ταις ασθενείαις καύχησις του Παύλου. Ερμηνευτικές σκέψεις για το Β΄ Κορ. 12, 6-10», «Τοποθέτηση για την ορθόδοξη ερμηνεία του Α΄ Τιμ. 2, 1-7», «Καινοδιαθηκικές μαρτυρίες για τη θέση της γυναίκας στην αποστολική Εκκλησία», «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη και ορθόδοξη Λειτουργία», «Σημεία σύνδεσης μεταξύ Αποκαλύψεως και ορθόδοξης λατρείας», «Τινά περί της γενέσεως και αναπτύξεως της ορθόδοξης υμνογραφίας»,  «Ευρώπη και Βυζάντιο: Ο ρόλος της Ορθοδοξίας στην Ευρώπη σήμερα και αύριο», «Ορθόδοξη κριτική της σύγχρονης Γερμανικής μετάφρασης της Βίβλου “Bibel in gerächter Sprache”».

Ο Νικολακόπουλος αναλαμβάνει και περαιώνει επιτυχώς το δύσκολο αλλά πολλά υποσχόμενο εγχείρημα άρθρωσης ενός ορθόδοξου ερμηνευτικού λόγου που αρδεύται από την αγιοπατερική Παράδοση της Ορθόδοξης Ανατολής αλλά ταυτόχρονα εκμεταλλεύεται τα πλέον αξιόπιστα πορίσματα της σύγχρονης ιστορικοκριτικής έρευνας του βιβλικού κειμένου. Γνωρίζει τα οφέλη που δύνανται να απορρεύσουν από τις ποικίλες σύγχρονες μεθόδους ερμηνείας (θρησκειολογική, φιλολογική, μορφοϊστορική κ.ά.), αλλά προειδοποιεί για τους κινδύνους που συνεπάγεται η παραθεώρηση της θεμελιώδους αρχής της χριστιανικής ερμηνευτικής (σ. 20), σύμφωνα με την οποία συλλαμβάνουμε το όλο εκκινώντας από το επί μέρους, και κατανοούμε το επί μέρους διά του όλου. Κατά τούτο έρχεται να εμπλουτίσει την ορθόδοξη θεολογική επιστήμη, εφόσον προτείνει τρόπους με τους οποίους η ακαδημαϊκή μας θεολογία μπορεί να διαλεχθεί με τους ετεροδόξους εμπνεόμενη από διάθεση κατανόησης των θέσεών τους αλλά και εμμένοντας αποφασιστικά στην αγιοπνευματική Παράδοση της Μίας Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας.

Να σημειώσω με την ευκαιρία αυτή, ότι το αίτημα συγκρότησης μιας γνήσια ορθόδοξης (δηλ. αγιοπατερικής) ερμηνευτικής των Γραφών που θα ερείζεται και επί πορισμάτων της φιλολογικής και κριτικής προσέγγισης του κειμένου τους δεν είναι επείσακτο· δεν αποτελεί δηλαδή προϊόν της συνάντησής μας με την μοντέρνα δυτική ερμηνευτική. Τουναντίον, η επιστημονική βιβλική ερμηνευτική έχει τις ρίζες της στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και Πατέρες της Ανατολής. Δεν εννοώ εδώ μόνον τον πολύ Ωριγένη, ο οποίος, κατά τα λοιπά, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πρώτος κριτικός μελετητής του βιβλικού κειμένου. Ο ισχυρισμός μου είναι έγκυρος και στην περίπτωση των Καππαδοκών ή του ιερού Χρυσοστόμου (αξιοπρόσεκτο το μελέτημα του βιβλίου για τον ποιμαντικό χαρακτήρα της χρυσοστομικής ερμηνευτικής), οι οποίοι ουκ ολίγες φορές λαμβάνουν υπ’ όψη τους διαφορετικές μεταφραστικές εκδοχές του παλαιοδιαθηκικού κειμένου ή προτείνουν ερμηνευτικές λύσεις στη βάση «τῶν κοινῶν ἐννοιῶν» (μια φράση που παραπέμπει στο κοινό φιλοσοφικό-επιστημονικό γλωσσάρι της εποχής τους)· πολλώ δε μάλλον αληθεύει σε αναφορά με τον Μ. Φώτιο, του οποίου η βιβλική ερμηνευτική αναγνωρίζεται σήμερα ως εξαιρετικά σύγχρονη. Το βιβλίο του Κ. Νικολακόπουλου έρχεται να προσδώσει ισχύ αδιάσειστης απόδειξης στους ανωτέρω συλλογισμούς.


Όμως ο συγγραφέας δεν περιορίζεται σε αυτό. Επιπλέον ενημερώνει (ή ξαναθυμίζει) τους δυτικούς ερευνητές σχετικά με τις βασικές αρχές της ορθόδοξης βιβλικής ερμηνευτικής (ως παράδειγμα αναφέρω την διαυγή ανάλυση των σελ. 40-43) εφιστώντας την προσοχή τους στο γεγονός ότι η Γραφή μαζί με την Παράδοση συναποτελούν αδιαιρέτως εκφράσεις του εκκλησιαστικού τρόπου ζωής, ο οποίος εν τέλει  δεν είναι άλλος από την εν Χριστώ ζωή (θυμίζω ότι η αντίληψη της Γραφής και της Παράδοσης ως δύο οιονεί παράλληλων πηγών, ισοτίμων και ισόκυρων, της πίστεως είναι ρωμαιοκαθολικής, τριδεντίνιας προέλευσης).

Ως εκ τούτου καθιστά σαφή την ανάγκη κατανόησης της βιβλικής ερμηνευτικής ως μιας «λειτουργικής» διακονίας, δηλαδή ως μιας χαρισματικής έκφανσης του εκκλησιαστικού σώματος, που διακονείται υπό εξόχως ποιμαντική προοπτική και τροφοδοτείται αενάως από τη λειτουργική βίωση του καινού αιώνα της βασιλείας του Θεού εν Χριστώ. Τούτο όμως προϋποθέτει τη σύμφυσή μας «τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου» του Χριστού, δηλ. την διά της τηρήσεως των εντολών ενεργοποίηση της χάρης του Βαπτίσματος. Ορθά επομένως ο συγγραφέας υπογραμμίζει, με αναφορά στον Μ. Αθανάσιο, την σπουδαιότητα της εν Χριστώ ασκήσεως ως προϋπόθεσης της αληθινά ορθόδοξης ερμηνείας των Γραφών. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε την υπόμνηση του οσίου Πέτρου του Δαμασκηνού, ότι δηλ. άλλο «πρόσωπο» παρουσιάζει η Γραφή στον άγευστο της χάριτος, και άλλο, εντελώς διαφορετικό, σε εκείνον που ζει στην ιερή περιρρέουσα ατμόσφαιρα της αδιάλειπτης προσευχής.   


Ευχή του υποφαινομένου είναι να συνεχισθεί η επιστημονική ευκαρπία του καθηγητή Κ. Νικολακόπουλου, αλλά και των συναδέλφων του στο Μόναχο, με τρόπο που θα ορίσει για την ακαδημαϊκή θεολογία των Ορθοδόξων στην δυτική Ευρώπη προδιαγραφές υψηλές αλλά αξιομίμητες. Μόνον εάν συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη απόκτησης στερεής επιστημονικής σκευής σε συνδυασμό με την καλλιέργεια της οικείας παράδοσης θα είμαστε σε θέση ως ορθόδοξοι να καταθέσουμε θεολογική μαρτυρία ζωής και αλήθειας σε ένα παγκοσμιοποιημένο πλανητικό πεδίο, όπου η αναζήτηση νοήματος ζωής από τους σύγχρονους ανθρώπους βαίνει αυξανόμενη με ρυθμό ευθέως ανάλογο του πληθωρισμού των «προτάσεων» νοηματοδότησης του βίου από τις ποικιλώνυμες θρησκείες ή «πνευματικότητες» του παγκόσμιου χωριού μας.

Και είναι ανάγκη πάσα να γίνει αυτό: «Ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ ἐξαποστελῶ λιμὸν ἐπὶ τὴν γῆν, οὐ λιμὸν ἄρτου οὐδὲ δίψαν ὕδατος, ἀλλὰ λιμὸν τοῦ ἀκοῦσαι  τὸν λόγον Κυρίου» (Αμὼς 8, 11).





1 σχόλιο: